Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύληση

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῦ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.