νομάζω

Revision as of 05:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

graze, Nic.Th.950:—Med., Id.Al.345.

Greek (Liddell-Scott)

νομάζω: βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950· - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.

Greek Monolingual

νομάζω (Α)
1. (για ποιμένες) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή, βόσκω
2. μέσ. νομάζομαι
(για ποίμνια) βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άζω].