ξενήκουστος

Revision as of 05:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, foreign, of words, Hdn.Epim.3.

Greek (Liddell-Scott)

ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.

Greek Monolingual

ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].