νοσεύομαι

Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Pass., to be sickly, [ἔμβρυα] νενοσευμένα Id.Septim.2.

Greek (Liddell-Scott)

νοσεύομαι: παθ., νοσῶ, εἶμαι νοσηρός, φιλάσθενος, ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.

Greek Monolingual

νοσεύομαι (ΑΜ) νόσος
είμαι άρρωστος, νοσώ
μσν.
(για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια.