νοσώ
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Greek Monolingual
(ΑΜ νοσῶ, -έω, Α ιων. τ. νουσέω) νόσος
1. προσβάλλομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά («νοσοῦμεν καὶ τὰ ὦτα καὶ τὰ ὄμματα», Πλάτ.)
2. μτφ. βρίσκομαι σε πολύ κακή κατάσταση (α. «τα οικονομικά του κράτους νοσούν» β. «νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν», Ευρ.)
μσν.
φρ. «νοσῶ τὴν ψυχήν» — φοβάμαι, ανησυχώ
αρχ.
1. (για πόλεις και κράτη) δεινοπαθώ από στασιαστικές κινήσεις («καὶ ταῦτα τῆς σῆς ἐκ φρενὸς νοσεῖ πόλις», Σοφ.)
2. α) (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ νοσοῦν
νόσος, ασθένεια
β) (το θηλ. μτχ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) αἱ νοσούμεναι
οι ημέρες κατά τη διάρκεια τών οποίων είναι ασθενής κάποιος.