ξύρησις

Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, shaving, Asclep. ap. Gal.12.413, Plu.2.352c(pl.), Archig. ap. Aët.6.28, Alex.Aphr.Pr.2.36; baldness, LXXIs.22.12.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, das Scheeren, Abscheeren des Haares, Plut. de Is. et Os. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξύρησις: ἡ, τὸ ξύρισμα, Πλούτ. 2. 359C, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 36.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de raser, de tondre.
Étymologie: ξυράω.

Greek Monolingual

ξύρησις, ἡ (Α) ξυρώ
1. ξύρισμα, ξυράφισμα της κεφαλής
2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

ξύρησις: εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.