ἐκχολίζω
English (LSJ)
purge of bile, ὄρνεα Gp.14.19.3 (v.l. -χολῶσαι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχολίζω: καθαίρω τὴν χολὴ διὰ φαρμάκου, Γεωπον. 14. 19, 3.
Spanish (DGE)
quitar la hiel a τὰ ὄρνεα Gp.14.19.3.
purge of bile, ὄρνεα Gp.14.19.3 (v.l. -χολῶσαι).
ἐκχολίζω: καθαίρω τὴν χολὴ διὰ φαρμάκου, Γεωπον. 14. 19, 3.
quitar la hiel a τὰ ὄρνεα Gp.14.19.3.