ἐκπολεμιστής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
guerrero ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου ἀναφώνησις glos. a εἴεο Hsch.
Greek Monolingual
ἐκπολεμιστής,ο (Α)
πολεμιστής.
-οῦ, ὁ
guerrero ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου ἀναφώνησις glos. a εἴεο Hsch.
ἐκπολεμιστής,ο (Α)
πολεμιστής.