ἐξάραγμα

Revision as of 06:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.

German (Pape)

[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.