ἐργαστρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = ἐργάτις, agent, worker, Hsch. s.v. καιρωστρίδες.
German (Pape)
[Seite 1020] ίδος, ἡ, = ἐργάτις, Hesych.
Greek Monolingual
η
βλ. εργαστήρ.
ίδος, ἡ, = ἐργάτις, agent, worker, Hsch. s.v. καιρωστρίδες.
[Seite 1020] ίδος, ἡ, = ἐργάτις, Hesych.
η
βλ. εργαστήρ.