ἐφέργω

Revision as of 08:26, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

confine, ὕδωρ Tab.Heracl.1.131.

Greek Monolingual

ἐφέργω (Α)
1. κατακρατώ, περιορίζω
2. (ειδ. για το νερό) εμποδίζω τη ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἔργω, επικ. τ. του εἴργω / εἵργω «εγκλείω, περικλείω»].