καταρράσσω
English (LSJ)
Att. καταρράττω,
A v.l. for καταράσσω (q. v.) Ph.2.98, etc.; ἐκτραχηλίζειν καὶ καταρράττειν Id.1.676; ἐπάρας κατέρραξάς με LXX Ps.101(102).10; cf. καταρρήσσω (B). II = καταρρήγνυμι 11.4, Ael. NA3.18(s. v.l.).
Att. καταρράττω,
A v.l. for καταράσσω (q. v.) Ph.2.98, etc.; ἐκτραχηλίζειν καὶ καταρράττειν Id.1.676; ἐπάρας κατέρραξάς με LXX Ps.101(102).10; cf. καταρρήσσω (B). II = καταρρήγνυμι 11.4, Ael. NA3.18(s. v.l.).