καταρρήσσω

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρήσσω Medium diacritics: καταρρήσσω Low diacritics: καταρρήσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: katarrḗssō Transliteration B: katarrēssō Transliteration C: katarrisso Beta Code: katarrh/ssw

English (LSJ)

(A), Att. καταρρήττω,
A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.

(B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.

Greek Monolingual

(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.
(II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.

German (Pape)

καταρρήγνυμι, Sp.