καταράσσω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰράσσω Medium diacritics: καταράσσω Low diacritics: καταράσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: katarássō Transliteration B: katarassō Transliteration C: katarasso Beta Code: katara/ssw

English (LSJ)

Att. καταράττω,
A dash down, break in pieces, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε (sc. τὴν κύλικα) Hippon.38:—Pass., ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63: metaph., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα cj. for ταράττειν in Luc.Dem.Enc.38; especially of a broken and routed army, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Hdt.9.69; κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Th.7.6, cf. D.H.9.58, Arr.An.5.17.2: fut. Med. in pass. sense, Plu.Caes.44.
II of sea-birds, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν dash down head foremost, Arist.Mir.836a13: but more freq.
2 intr., fall down, fall headlong, Clearch.44; of rain, Arist.Mu.392b10; of rivers, εἰς τὸ Χάσμα κ. D.S.17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., τοῦ ἀγγείου, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written καταρρ-, augm. κατερρ-, in part perhaps correctly, if fr. καταρρᾱσσω, cf. ῥάσσω, ἐπιρράσσω.)

German (Pape)

[Seite 1374] alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ στράτευμα νικηθὲν κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν θάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.

French (Bailly abrégé)

rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.
Étymologie: κατά, ἀράσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰράσσω: атт. κατᾰράττω
1 отбрасывать, прогонять (τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ στράτευμα κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.);
2 низвергать, бросать (τινὰ εἰς τὴν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κεφαλήν τινος Arst.);
3 перен. разбивать, разрушать (τὰ βουλεύματα Luc.);
4 (о воде), низвергаться, с шумом падать, (εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ χάσμα Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, μετὰ κρότου κατασυντρίβω, συντρίβω εἰς τεμάχια, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29· Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς ἔδαφος καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β· ὁ Σουΐδ. «κατήραξας· κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69· κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20· τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79·- ἐντεῦθεν ἀμεταβ., πίπτω κάτω, (κατα)πίπτω κατακέφαλα, οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ χεῖλος καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7· ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, μετὰ πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ χάσμα ἀφρώδης γίνεται Διόδ. 17. 75· πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7· ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.· κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. καταρρήγνυμι.

Greek Monolingual

καταράσσω (AM, Α αττ. τ. καταράττω)
μσν.
αράζω
αρχ.
1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.)
2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ' εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.)
3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ βουλεύματα», Λουκιαν.)
4. πέφτω με το κεφάλι
5. (για νερό) πέφτω ή ρέω ορμητικά («πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός», Πολ.)
6. υποφέρω από διάρροια
7. φρ. (για θαλάσσια πτηνά) «καταράσσω ἐμαυτόν» — κατέρχομαι με το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούομαι». Ήδη στους αρχαίους χρόνους δημιουργήθηκε σύγχυση μεταξύ του κατ-αράσσω και του κατα-ρράσσω (< κατ(α)- + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω», βλ. λ.). 'Ετσι δημιουργήθηκαν οι γραφές τών παρ. και τών σύνθ. του κατα-ρράσσω με ένα αντί με δύο -ρ- (πρβλ. καταράκτης αντί του ορθτ. καταρράκτης). Η ετυμολογική συγγένεια του ἀράσσω με το ῥάσσω, που έχει επίσης υποστηριχθεί, προσκρούει σε φωνητικά προβλήματα].

Greek Monotonic

κατᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. χτυπώ καταγής, συντρίβω σε κομμάτια, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα, τους κομμάτιασε στον Κιθαιρώνα, σε Ηρόδ.· τὸστράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα, σε Θουκ.
II. αμτβ., πέφτω προς τα κάτω, πέφτω κατακέφαλα, σε Πλούτ.

Lexicon Thucydideum

detrudi, to be thrust down, 7.6.3, [nonnulli codd. several manuscripts κατηρράχθη, alii others κατερράγη]