ἑτοιμοκοπία

Revision as of 08:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, officiousness, Hp.Praec. 12 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοκοπία: ἡ, ἑκούσιος κόπος, Ἱππ. 28. 19.

Greek Monolingual

ἑτοιμοκοπία και ιων. τ. ἑτοιμοκοπίη, ἡ (Α)
εκούσιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -κοπία (< κόπος)].