ἑτεροσχήμων

Revision as of 08:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.