ἀμμόδρομος

Revision as of 09:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, sandy place for racing, AB208.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.