ἀνάνδρωτος

Revision as of 10:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: , ἀνδρόω.

Spanish (DGE)

-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.

Greek Monolingual

ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδροῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).

Middle Liddell

ἀνδρόω
widowed, εὐναί Soph.