ἀνακογχυλίζω

Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= -ιάζω, Eup.275, Ruf. ap. Aët.2.92, Poll.6.25, Gal.11.769.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακογχῠλίζω: -ισμός, Πολυδ. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.

French (Bailly abrégé)

1 se gargariser;
2 employer comme gargarisme.
Étymologie: ἀνά, κογχυλίζω.

Spanish (DGE)

(ἀνακογχῠλίζω) 1 v. act. hacer gárgaras ὕδωρ μοί τις δότω ἀνακογχυλίσαι Eup.275.
2 v. med. meter en la boca, enjuagarse la boca τὰ μὲν διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχεόμενα φάρμακα ... τὰ δ' ἀνακογχυλιζόμενα καὶ μασώμενα Gal.11.769, πρὸς δὲ τὰς ὀδονταλγίας ἁρμόζει ἑψόμενα σὺν ὄξει καὶ ἀνακογχυλιζόμενα Dsc.Eup.1.66
incluyendo la idea de ingerir τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι (τὸ γάλα) συμφέρει Ruf.Fr.58.1.