-ιάζω

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

κατάληξη ρημάτων της Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν -ι- [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (< εφόδιο), νοικιάζω (< νοίκι), οργιάζω (< όργιο), σχεδιάζω (< σχέδιο)]. β) σε ρήματα με κατάλ. -άζω και διατήρηση της ουρανικής προφοράς του προηγούμενου συμφώνου, η οποία παριστάνεται με το -ι-. Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά κατάλ. -ίζω
(πρβλ. αρραβων-ιάζω αντί αρραβωνίζω, βουλ-ιάζω αντί βολίζω, καψαλ-ιάζω αντί καψαλίζω, κιτριν-ιάζω αντί κιτριν-ίζω, μανιάζω αντί μανίζω). γ) σε ρήματα που σχηματίστηκαν αναλογικά προς άλλα σε -ιάζω αντί τών αρχ. σε -ιάω, -ιώ, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. σε -ίασα (πρβλ. ανατριχιάζω, κοπιάζω, μουδιάζω, νευριάζω, χτικιάζω, ψειριάζω κ.ά.).