ἀνατανύω
English (LSJ)
poet. ἀντ-, = ἀνατείνω, Call.Jov.30, IG14.1015, APl.4.101:—Med., ἀνὰ χεῖρα τανύσσατο A.R.1.344.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατανύω: ποιητ. ἀντανύω, = ἀνατείνω, Καλλ. εἰς Δία 30.
Spanish (DGE)
(ἀνατᾰνύω) • Alolema(s): poét. ἀντ- Call.Iou.30, IUrb.Rom.149.5, AP 16.101
levantar, alzar μέγαν ... πῆχυν Call.l.c., χεῖρα IUrb.Rom.l.c., κορύνην AP l.c.
•v. med. extender ἀνὰ χεῖρα τανύσσατο A.R.1.344.