ἀνεπιθεώρητος
English (LSJ)
ον, Astrol., not overlooked, or controlled, Gal.19.548.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιθεώρητος: -ον, ὁ μὴ θεωρηθείς, μὴ ἐξετασθείς, Ὠριγέν.
Spanish (DGE)
-ον
astrol. no observado, no contemplado ἐὰν δὲ ἀνεπιθεώρητος εἴη ἀπό τε κακοποιῶν καὶ ἀγαθοποιῶν pero si no es contemplada (la luna) ni por los (astros) maléficos ni por los benéficos Gal.19.548.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπιθεώρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη αρχή
αρχ.
ο ανεξέλεγκτος.