ἀνώροφος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene tejado στέγη Lyc.350, νεώς D.C.37.17.3.
Greek Monolingual
ἀνώροφος, -ον (Α)
ο χωρίς οροφή, αστέγαστος.