ἀνώροφος

English (LSJ)

ἀνώροφον, (ὄροφος) unroofed, uncovered, Lyc.350, D.C.37.17.

Spanish (DGE)

-ον que no tiene tejado στέγη Lyc.350, νεώς D.C.37.17.3.

German (Pape)

[Seite 268] (ὀροφή), στέγη, ohne Dach, Lycophr. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.

Greek Monolingual

ἀνώροφος, -ον (Α)
ο χωρίς οροφή, αστέγαστος.