ἀποδεσμεύω

Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.