ἀποκοιτέω
English (LSJ)
sleep away from one's post, Decr. ap. D.18.37, cf. PPetr.3p.204 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 307] den Posten Nachts verlassen und schlafen, Dem. 18, 37 neben ἀφημερεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοιτέω: κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, μήτε ἀφημερεύοντας, μήτε ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
quitter son poste pour aller dormir.
Étymologie: ἀπόκοιτος.
Spanish (DGE)
pasar la noche fuera de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. ἀφημερεύω PPetr.2.44.20 (III a.C.), PHib.148 (III a.C.)
•del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11.
Greek Monotonic
ἀποκοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκοιτέω: уходить со своего поста спать Dem.
Middle Liddell
[from ἀπόκοιτος
to sleep away from one's post, Decret. ap. Dem.