ἁγνόρυτος

Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.

Spanish (DGE)

(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.

Greek Monotonic

ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁγνόρῠτος: чисто текущий, т. е. прозрачный или священный (ποταμός Aesch.).

Middle Liddell

[ῥέω]
pure-flowing, ποταμός Aesch.