ἄνδραγχος
English (LSJ)
ὁ, throttler of men: executioner, Eust.1833.54, 1858.57: ἄνδραχοι· δήμιος Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνδραγχος: ὁ τοὺς ἄνδρας ἄγχων, ὁ δήμιος, Εὐστ. 1833, 54., 1858. 57: - ἄνδραγχνος, εἶναι ἐσφαλμένη γραφή.
ὁ, throttler of men: executioner, Eust.1833.54, 1858.57: ἄνδραχοι· δήμιος Hsch.
ἄνδραγχος: ὁ τοὺς ἄνδρας ἄγχων, ὁ δήμιος, Εὐστ. 1833, 54., 1858. 57: - ἄνδραγχνος, εἶναι ἐσφαλμένη γραφή.