ευθύωρος

Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εὐθύωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση
2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον
α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)
β) σε ευθεία διεύθυνσηἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῖον», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + όρος «όριο». Το -ω- λόγω συνθέσεως (πρβλ. δίωρος, τέτρωρος)].