A v. ταφήϊος. II neut. ταφεῖον, τό, tomb, BCH52.401 (Priene).
[Seite 1075] s. ταφήϊος.
τᾰφεῖος: -α, -ον, ἴδε ταφήιος.
-εία, -ον, Α1. ταφήϊος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταφεῖονο τάφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οἰκ-εῖος)].