ταφήιος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφήιος: -η, -ον, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ταφεῖος (ὅπερ ἄχρηστον), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταφήν, ὁ χρησιμεύων εἰς τὴν ταφήν, τ. φάρος, σινδὼν δι’ ἧς ὁ νεκρὸς περιετυλίσσετο, «σάβανον», Ὀδ. Β. 99, Τ. 144, κλπ.

English (Autenrieth)

(τάφος): for burial; φᾶρος, winding-sheet, shroud. (Od.)

Middle Liddell

τᾰφήιος, η, ον [ionic for ταφεῖος which is not used.]
of or for a burial, τ. φᾶρος a winding-sheet, shroud, Od.