ελεγείο

Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐλεγεῖον)
1. δίστιχο που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο
2. θρηνητικό τραγούδι
3. πληθ. ελεγεία
ποίημα ή επιγραφή σε ελεγειακό μέτρο
αρχ.
στίχος στην ελεγειακή επιγραφή, ιδίως ο πεντάμετρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεγος. Από αυτό προήλθε το λατ. ēlogium του οποίου το αρχικό e θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως προς τα λόγος, loguī επήλθε ποιοτική μεταβολή του εσωτερικού φωνήεντος e σε ο].