εὐνόημα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1083] τό, das Wohlbedachte, Stob. ecl. eth. p. 192.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνόημα: πλημμελὴς γραφ. ἀντὶ εὐνόμημα, ὃ ἴδε.
[Seite 1083] τό, das Wohlbedachte, Stob. ecl. eth. p. 192.
εὐνόημα: πλημμελὴς γραφ. ἀντὶ εὐνόμημα, ὃ ἴδε.