εὔχορδος
English (LSJ)
ον, well-strung, λύρα Pi.N.10.21.
German (Pape)
[Seite 1110] λύρα, wohlbesaitet, Pind. N. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχορδος: -ον, ἐπὶ λύρας, ἡ καλὰς χορδὰς ἔχουσα, Πινδ. Ν. 10 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux cordes sonores, harmonieuses.
Étymologie: εὖ, χορδή.
English (Slater)
εὔχορδος, -ον
1 well strung, melodious ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21)
Greek Monolingual
εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
Greek Monotonic
εὔχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχορδος: с певучими струнами (λύρα Pind.).