τιγγαβάρινος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[βᾰ], η, ον, of vermilion, χρῶμα Dam.Isid.203.

German (Pape)

[Seite 1109] zinnoberfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιγγᾰβάρῐνος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Μ τιγγάβαρι
αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος.