τρίσπαστος

Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, drawn threefold, τ. ὄργανον a triple pulley, Orib.49.22.1; so trispastos, Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.H.2.107.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gezogen, s. τροχαλία.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπαστος: -ον, μηχάνημα χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. ὄργανον, τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Ὀρειβάσ. 156, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» — τριπλή τροχαλία, Ορειβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον
ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σπαστός (< σπάω / -), πρβλ. τετρά-σπαστος].