τραπεζιτεύω
English (LSJ)
to be engaged in banking, D.36.29, 45.32, BCH36.210 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1134] ein τραπεζίτης sein, Dem. 36, 29 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζῑτεύω: ἀσχολοῦμαι εἰς τραπεζιτικὰς ἐργασίας, Δημ. 935. 15, πρβλ. 1111. 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
French (Bailly abrégé)
être changeur ou banquier.
Étymologie: τραπεζίτης.
Greek Monolingual
Α τραπεζίτης
ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης.
Greek Monotonic
τρᾰπεζῑτεύω: μέλ. τραπεζιτεύσω, ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζῑτεύω: заниматься меняльным делом Dem.
Middle Liddell
τρᾰπεζῑτεύω, fut. -σω
to be engaged in banking, Dem.