τιτίζω

Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

like πιππίζω, cry 'ti, ti', cheep like a young bird; τιτίζοντας was the reading of Zenod. for τετριγῶτας in Il.2.314. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1121] wie πιπίζω, vom Schreien junger Vögel, pipen; bei Hom. Il. 2, 314 lasen einige Alte τιτίζοντες für τετριγῶτες, Zenodot. aber τεττίζοντες, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτίζω: ὡς τὸ πιπίζω, κράζω τιτι, τσιρίζω ὡς τὰ νεογνὰ πτηνά· τιτίζοντες ἀνεγίνωσκεν ὁ Ζηνόδοτος ἀντὶ τετριγῶτες ἐν Ἰλ. Β. 314. (Ὀνοματοπ.).

Greek Monolingual

Α
τιττυβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].