τρύγω

Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar.:—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγω: ξηραίνω, Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. ἔνθα: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. φρύγω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ξηραίνω
2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν
ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].