ἀποκοντόω
English (LSJ)
(κοντός) thrust away or out, τὰ ὀπίσω Procop.Arc.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοντόω: (κοντὸς) τινάσσω πρὸς τὰ ἔξω, «καὶ τὰ ὀπίσω ἀποκοντῶσα» Προκ. Ἱστ. Ἀνέκδ. 9, σ. 62, 14.
(κοντός) thrust away or out, τὰ ὀπίσω Procop.Arc.9.
ἀποκοντόω: (κοντὸς) τινάσσω πρὸς τὰ ἔξω, «καὶ τὰ ὀπίσω ἀποκοντῶσα» Προκ. Ἱστ. Ἀνέκδ. 9, σ. 62, 14.