ἀπόκνισμα

Revision as of 10:49, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.

German (Pape)

[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.

Greek Monolingual

ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.

Greek Monotonic

ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκνισμα: ατος τό щепотка, кусочек Arph.

Middle Liddell

[from ἀποκνίζω
that which is nipt off, a little bit, Ar.