ἀπόκνισμα

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκνισμα Medium diacritics: ἀπόκνισμα Low diacritics: απόκνισμα Capitals: ΑΠΟΚΝΙΣΜΑ
Transliteration A: apóknisma Transliteration B: apoknisma Transliteration C: apoknisma Beta Code: a)po/knisma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.

German (Pape)

[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκνισμα: ατος τό щепотка, кусочек Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

Greek Monolingual

ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.

Greek Monotonic

ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀποκνίζω
that which is nipt off, a little bit, Ar.