νύχι
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
το
1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια του άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας
2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων
3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» — βαδίζει ακροποδητί
β) «στέκω στα νύχια» — είμαι πανέτοιμος ή προθυμότατος
γ) «νύχι και κρέας» — λέγεται για πολύ στενή σχέση δύο προσώπων
δ) «απ' την κορφή ώς τα νύχια» — από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, εξ ολοκλήρου
ε) «δεν έχει νύχια να ξυστεί» — λέγεται για φτωχό άτομο που δεν έχει δικούς του πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀ-νύχ-ιον, υποκορ. του ὄνυξ με σίγηση του αρκτικού ο
(πρβλ. ὀμμάτ-ιον: μάτι)].