ἀστύνικος
English (LSJ)
[ῠ] πόλις Athens the victorious city, A.Eu.915.
German (Pape)
[Seite 379] πόλις, die siegreiche Stadt, Athen, Aesch. Eum. 875.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστύνῑκος: πόλις, ἡ, Ἀθῆναι ἡ νικηφόρος πόλις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 915.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(ἀστύνῑκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
victorioso πόλις ref. a Atenas, A.Eu.915.
Greek Monolingual
ἀστύνικος, η (Α)
«ἀστύνικος πόλις» — η νικήτρια και ένδοξη πόλη (Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νικος < νίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀστύνῑκος: побеждающий (другие) города, победоносный (πόλις Aesch.).
Middle Liddell
νίκη
(sc. πόλις) Athens, the victorious city, Aesch.