ἀστραγαλιστικός

Revision as of 10:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, of the dice, βόλος Eust.1397.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλιστικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστραγάλου, ἀνήκων εἰς τὸν ἀστράγαλον, καί τις βόλος ἀστραγαλιστικὸς κύων ἐκαλεῖτο Εὐστ. 1397. 47.

Spanish (DGE)

-όν de tabas, βόλος Eust.1397.47.

Greek Monolingual

ἀστραγαλιστικός, -ή, -όν (Α) αστραγαλίζω
ο σχετικός με αστραγάλους.