ἀστεροσκόπος
English (LSJ)
ον, astronomer or astrologer, Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, Sternseher, Sterndeuter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροσκόπος: -ον, ἀστρονόμος ἢ ἀστρολόγος, Ἀρτεμίδ. 2. 69.
Spanish (DGE)
-ον
que observa las estrellas, que adivina por las estrellas Artem.2.69.
Greek Monolingual
ο (AM ἀστεροσκόπος)
ο αστρονόμος ή ο αστρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -σκοπος < σκοπός.