ἀφύξιμος
English (LSJ)
ον, (ἀφύσσω) κυάθῳ τρὶς ἀ. οἴνην thrice drawn into the cyathus, i.e. 3 cyathi, Nic.Th.603.
German (Pape)
[Seite 416] οἴνη Nic. Th. 603, nach Schol. von ἀφύσσω, reichlich, vgl. ἀφυσγετός, nach Schneider von φύξιμος, dauerhaft, alt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύξιμος: -ον, ἐν Νικ. Θ. 603, κατά τινας ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ φύξιμος, ὁ μὴ ἐξίτηλος ἤ βραχύς, ὁ διαρκής, κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ ἀφύσσω, δαψιλής, ἄφθονος.
Spanish (DGE)
-ον
extraído, sacado μιξάμενος κυάθῳ τρὶς ἀφύξιμον οἴνην mezclando vino sacado con un cacillo tres veces e.d. con tres medidas de vino Nic.Th.603.