ἐχιδνότοκος

Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.

German (Pape)

[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.

Greek Monolingual

ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτίτοκος, πυρίτοκος].