ἠπιοδίνητος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[δῑ], ον, softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).

Middle Liddell

ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον δινέω
softly-rolling, Anth.