ὀλιγόκαιρος

Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.

German (Pape)

[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.

Greek Monolingual

ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.